Ο εκφοβισμός είναι ένα φαινόμενο που δεν συναντάται μόνο στις μέρες μας και μόνο στο σχολείο, αλλά και από παλιά και σε πολλά κοινωνικά πλαίσια, π.χ. στην εργασία. Με τον όρο εκφοβισμό εννοούμε «ένα συνεχές φαινόμενο, το οποίο χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια κάποιου να αποκτήσει δύναμη και κυριαρχία επί ενός άλλου» (Askew, 1989). Ένας μαθητής όταν υποβάλλεται σε αρνητικές ενέργειες από έναν ή περισσότερους άλλους μαθητές κατ’ επανάληψη και κατ’ εξακολούθηση, θυματοποιείται ή γίνεται αντικείμενο εκφοβισμού». Αρνητικές ενέργειες εννοούνται οι βλάβες ή οι ενοχλήσεις που γίνονται σκόπιμα ή με λεκτικό τρόπο (απειλές, χλευασμός, πειράγματα, βρισιές), είτε με σωματικό (ξύλο, σπρωξίματα, κλωτσιές, τσιμπήματα, στρίμωγμα), ή με άλλο τρόπο, όπως γκριμάτσες ή άσεμνες χειρονομίες, σκόπιμος αποκλεισμός κάποιου ατόμου από μία ομάδα ή άρνηση συμμόρφωσης προς την επιθυμία του θύματος.
Θα πρέπει να διακρίνουμε τις απλές εκφράσεις επιθετικότητας από τις εκφοβιστικές πράξεις μεταξύ των μαθητών. Για να χαρακτηριστεί μια επιθετική πράξη εκφοβισμός, θα πρέπει μεταξύ δράστη και θύματος να υπάρχει διαφορά δύναμης, που καθιστά το θύμα αδύναμο να αμυνθεί και το τοποθετεί σε μειονεκτική θέση έναντι του δράστη (Olweus, 2009). Η διαφορά δύναμης μπορεί να είναι είτε σωματική είτε ψυχολογική. Είναι πολύ ικανοί οι δράστες στο να αναγνωρίζουν τους μαθητές που διαθέτουν τα προσωπικά χαρακτηριστικά, τις δεξιότητες ή τις ικανότητες για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Η διαφορά δύναμης μπορεί να αφορά από την μεριά του δράστη ή των δραστών σε μεγαλύτερη αριθμητική δύναμη ή σωματική, περισσότερη αυτοπεποίθηση, σιγουριά, διεκδικητικότητα, μεγαλύτερη γλωσσική επιδεξιότητα, που δίνει την δυνατότητα στον δράστη να πληγώσει ή να απειλήσει το θύμα με τον τρόπο ομιλίας ή την επιλογή των λέξεων που κάνει, ανώτερες χειριστικές ή κοινωνικές δεξιότητες (π.χ. ικανότητα να στρέψει κάποια άτομα εναντίον κάποιου ή να αποκλείσει κάποιον από μία ομάδα), υψηλότερη κοινωνική θέση και αντίστοιχη ικανότητα επιβολής. Επιπλέον, η επιθετική συμπεριφορά είναι αδικαιολόγητη και το κίνητρό του είναι η ευχαρίστηση από την άσκηση κυριαρχίας (Rigby, 2008b). Επομένως, ο εκφοβισμός γίνεται με πρόθεση και όχι τυχαία ή καταλάθος. Ο δράστης έχει πρόθεση να βλάψει το θύμα. Αυτό το στοιχείο διαφοροποιεί τον εκφοβισμό από τα βίαια παιχνίδια των παιδιών, γιατί στην δεύτερη περίπτωση όταν ένα παιδί θέλει να σταματήσει ή λέει ότι πονάει, το άλλο παιδί σταματά, ενώ στον εκφοβισμό η βίαιη συμπεριφορά συνεχίζει ή κλιμακώνεται παρά την εμφανή δυσφορία του θύματος (Newman- Carlson & συν., 2000, Rigby, 2008b). Διαφοροποιείται ο εκφοβισμός από άλλα είδη επιθετικότητας, όπως η αντιδραστική επιθετικότητα, που έχει ένα συγκεκριμένο στόχο, από το γεγονός ότι δεν υπάρχει άλλος προφανής στόχος εκτός από την απόκτηση κυριαρχίας (Rigby, 2008b).
Ο σχολικός εκφοβισμός παίρνει διάφορες μορφές, ανάλογα με τα μέσα που ο δράστης χρησιμοποιεί για να βλάψει το θύμα. Έτσι, διακρίνουμε τους παρακάτω τύπους εκφοβισμού:
Σχετικά με την έκταση και ένταση του σχολικού εκφοβισμού γενικά έχουν παρατηρηθεί τα εξής: