Η κινητική δυσλειτουργία αντιμετωπίζεται με σύνθετους τρόπους

(α) φυσικοθεραπεία,
(β) κηδεμόνες, βοηθήματα μετακίνησης (περιπατητούρα, πατερίτσες, μπαστουνάκια),
(γ) στοματική (π.χ. βενζοδιαζεπίνες, μπακλοφένη) ή ενδομυϊκή (αλλαντική τοξίνη, αλκοόλη) φαρμακευτική χορήγηση και
(δ) χειρουργικές επεμβάσεις (ορθοπαιδικά χειρουργεία, ενδοραχιαία έγχυση μπακλοφένης, εκλεκτική ραχιαία ριζοτομή).

Παρόλο που η εγκεφαλική βλάβη είναι σταθερή, η κλινική εικόνα των παιδιών με εγκεφαλική παράλυση μεταβάλλεται διαρκώς, καθώς ο εγκέφαλος εξακολουθεί να ωριμάζει και το μυοσκελετικό σύστημα να υφίσταται δευτεροπαθείς προσαρμοστικές αλλαγές (π.χ. μυϊκές συγκάμψεις, οστικές συστροφές), όσο το παιδί μεγαλώνει και αναπτύσσεται, επηρεάζοντας προοδευτικά τη βάδιση και γενικά τη δραστηριοποίησή του.

Χωρίς φυσικοθεραπεία και ορθοπαιδική διαχείριση το παιδί με εγκεφαλική παράλυση μπορεί να επιδεινωθεί σωματικά και να μειωθεί η ικανότητα μετακίνησής του, πέφτοντας σε χαμηλότερο επίπεδο αδρής κινητικής λειτουργίας (GMFCS).